απολεσω

απολεσω
    ἀπολέσω
    fut. к ἀπόλλυμι См. απολλυμι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απολεσω" в других словарях:

  • ἀπολέσω — ἀπόλλυμι destroy utterly aor subj act 1st sg ἀπόλλυμι destroy utterly fut ind act 1st sg ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»